Από τις εκλογές του 2012 η αναδειχθείσα αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ένα δημόσιο λόγο που στηριζόταν στην αναπαράσταση ενός προτύπου, ενός ιδεώδους, δικαιωμένου στο συλλογικό υποσυνείδητο των λαϊκών στρωμάτων, του κομμουνιστικού, όπως εκφράστηκε στη ματωμένη δεκαετία του ’40. Μ΄ αυτήν την αναπαράσταση δημιούργησε ελπίδες για ανατροπή της τωρινής πολιτικοοικονομικής κατάστασης, χωρίς όμως να θιγεί καμιά σταθερά του συστήματος. Και είναι αξιοπερίεργο πως σαράντα χρόνια από τη μεταπολίτευση το είδωλο του παρελθόντος που κατασκευάστηκε συστηματικά με την επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας από το ΠΑΣΟΚ αντέχει ακόμα, έστω και χωρίς εκείνη την προ τριακονταετίας ορμή του. Ξανά και ξανά κινητοποιείται μια παραφθαρμένη μνήμη σχετικά με την πάλη του ελληνικού λαού για να γίνουν αποδεκτές επιλογές τωρινές που επιτρέπουν την ψευδαίσθηση, σε ένα συμβολικό επίπεδο, της επανάληψής της. Η μίμηση ενός ριζοσπαστικού λόγου μετατρέπει σε θέατρο τον πολιτικό αγώνα με την απαίτηση της εμπλοκής όλων σε ψευδαισθήσεις που θεμελιώνουν ένα ιδεολογικό φανταστικό. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποκρύπτεται το πραγματικό περιεχόμενο των σύγχρονων πολιτικών δράσεων κι επιδιώκεται να διατηρηθεί το πάθος τους, αποπροσανατολισμένο όμως, σχετικά ψηλά, αντλώντας ένταση από την παραπομπή στο ιστορικό παρελθόν.
Όλος ο προεκλογικός αγώνας κινήθηκε από τη μεριά της Ν.Δ στην κινητοποίηση του φόβου για τους κομμουνιστές, γνωρίζοντας πως αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύοντας όμως έτσι την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβει εκλογικά και το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το πρότυπο του ΠΑΣΟΚ του ’80 για να κινηθεί καλλιεργώντας κοινωνικές και πολιτικές προσδοκίες, χωρίς όμως να φοβίσει με ρήξεις και συγκρούσεις. Τα δυο χαρακτηριστικά της πολιτικής του έχουν εντοπιστεί ήδη στην προεκλογική του εκστρατεία. Απόκρυψη της πραγματικότητας που δηλώνεται μεν σαν δύσκολη, σκληρή κλπ. αλλά γίνεται θολά αντιληπτή κρυμμένη πίσω από το μοντέλο που επιστρατεύτηκε, μιας αόριστης σύγκρουσης και συμβολικής πάλης που παραπέμπει γενικά σε αγώνες λαϊκούς, προσαρμοσμένους βέβαια στα μέτρα μας, κι από την άλλη συντήρηση της αποδοχής και της κατάφασης στις επιλογές και τις δράσεις του με το να εξυμνούνται σαν νέοι αγώνες συνέχεια των παλιών οι ενέργειές του και να εκθειάζονται εξιδανικεύοντας τα και μετουσιώνοντάς τα καθήκοντα των νέων κυβερνώντων. Η επίσκεψη του Α. Τσίπρα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής είναι ενδεικτική γι’ αυτό. Μεταμφιέζεται το παρόν με προσωπεία από το παρελθόν κι είναι αυτός ένας τρόπος για να πάρουν φανταστικοί αγώνες τη θέση των πραγματικών.
Εξάλλου, σε όλη την τελευταία πενταετία των μνημονίων δεν έλειψαν οι προτάσεις και οι υποσχέσεις για οργάνωση αγώνων στο πρότυπο του ΕΑΜ, από τον Α. Τσίπρα που έχει δηλώσει ότι «Από ιστορική άποψη, μας εμπνέει το παράδειγμα του ΕΑΜ» μέχρι και από δεξιούς σχηματισμούς όπως του Π. Καμένου που μιλούσε στα πρώτα χρόνια της κρίσης για κοινό εκλογικό μέτωπο των αντιμνημονιακών για «ένα μέτωπο αντίστασης, ένα νέο ΕΑΜ». Κι αυτή η πρόθεση για ιστορική επανάληψη που διακηρύττεται καταλαμβάνοντας τη θέση του πρωτότυπου αγώνα και δίνοντας εγγυήσεις για την ορθή και πιστή αντιγραφή του, δεν οδηγεί παρά στον εκφυλισμό και στην εκμηδένιση κάθε πνεύματος αντίστασης. Η οικειοποίηση του αγωνιστικού παρελθόντος και η επίκληση της αριστεράς ιδεολογίας, με τους συνεχείς εκβιασμούς μάλιστα του ΚΚΕ να συμμετάσχει σε κυβερνητικά σχήματα, από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων του αστικού κόσμου δεν είναι παρά ένας τρόπος να εξουδετερώνονται οι αντίπαλοί του και να διευρύνεται ο χώρος δράσης του και επιρροής του.
Γιατί το οικονομικοπολιτικό σύστημα κυριαρχίας έχει τη ελαστικότητα να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες όταν δεν θίγονται οι βασικές δομές του. Η απορροφητικότητά του και η ικανότητα ένταξης και αφομοίωσης στοιχείων έξω από τις τάξεις του είναι αξιοσημείωτη για να φοβηθεί συμβολισμούς και λεκτικές ακροβασίες …αριστερού χρωματισμού.
Ίσως η επιτομή αυτής της ικανότητας του συστήματος να αποτυπώνεται από τη μια στη συνέντευξη της Γ. Αγγελοπούλου στον alphaκαι από την άλλη στη φωτογραφία που κυκλοφόρησε της κατοικίας του Α. Τσίπρα στην Κυψέλη. Η Γ. Αγγελοπούλου, μια μικροαστή από την Κρήτη που με τις κατάλληλες προσωπικές διασυνδέσεις κατάφερε να εισβάλλει στη μεγαλοαστική τάξης της χώρας από τη μια και ο μικροαστός Α. Τσίπρας από την άλλη που ακριβώς η μικροαστική του κατοικία προβάλλεται ως εχέγγυο αριστεράς συνείδησης, που εκλέγεται να διαχειριστεί το πολιτικό σύστημα. Η προσφορά της δυνατότητας ανόδου που διαθέτουν οι κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις είναι ισχυρότατο όπλο για την ισοπέδωση των αντιθέσεων. Ο λόγος της Αγγελοπούλου, με αυτοκρατορικό ύφος ίσως στα όρια της αφέλειας, μεταμφιέζεται σε αριστερό θέλοντας να δείξει ριζικά μετασχηματισμένο τον εαυτό της και ό,τι εκπροσωπεί, χρησιμοποιώντας αριστερές αοριστολογίες, με τη μορφή του προοδευτικού που εντοπίζεται στη σύγκρουση παλιού με νέου. Ο αριστερός λόγος του Α. Τσίπρα πάλι επιστρατεύεται για να πλαισιώσει και να στηρίξει τις θεμελιακές δομές του συστήματος.
Και κάπως έτσι εξαφανίζονται από τη οπτική των εξαθλιωμένων εργαζομένων οι ταξικές συγκρούσεις και αποσπάται η συναίνεσή τους, για να έρθει η ελπίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου